- υπερέκκριση
- η / ὑπερέκκρισις, -ίσεως, ΝΜΑ [ὑπερεκκρίνω]υπέρμετρη έκκριση αδένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερέκκριση — η η υπερβολική έκκριση (βλ. λ.) μιας ορμόνης, μιας ουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδρογόνα — Στεροειδείς ορμόνες. Οι σπουδαιότερες είναι η τεστοστερόνηκαι η ανδροστενδιόνη που παράγονται στους όρχεις. Η ανδροστενδιόνη και το παράγωγό της 11 υδροξυανδροστενδιόνη εκκρίνονται επίσης από τον φλοιό των επινεφριδίων, τόσο των αρσενικών όσο και … Dictionary of Greek
αεροφαγία — Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη… … Dictionary of Greek
γαστρόρροια — η (Α γαστρόρροια) νεοελλ. βλεννώδης υπερέκκριση τού στομάχου αρχ. διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + ρροια < ρoFoς ρους < ρέω] … Dictionary of Greek
ερυθροψία — Διαταραχή της όρασης που έχει αποτέλεσμα να βλέπει ο ασθενής όλα τα αντικείμενα κόκκινα. Η ε. είναι σχεδόν πάντα παροδική κατάσταση, που εμφανίζεται ως συνέπεια κάποιας πάθησης, όπως η επιληψία, ή έπειτα από εγχείρηση καταρράκτη. Οφείλεται όμως… … Dictionary of Greek
ισταμίνη — Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες,… … Dictionary of Greek
πιλοκαρπίνη — Χολινομιμητική φαρμακευτική ουσία. Βγαίνει από το φυτό pilocarpus pinnatifolius, που φυτρώνει κυρίως στη Βραζιλία. Με τη μορφή υδροχλωρικού άλατος, χρησιμεύει (ως αλοιφή ή σταγόνες) στη θεραπεία ορισμένων παθήσεων των ματιών, στις οποίες… … Dictionary of Greek
σιαλαγωγός — ό, Ν 1. αυτός που διοχετεύει το σάλιο («σιαλαγωγός πόρος») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σιαλαγωγά (φαρμ.) φάρμακα που προκαλούν υπερέκκριση σάλιου, όπως είναι η πιλοκαρπίνη 3. φρ. «σιαλαγωγά φάρμακα» τα σιαλαγωγά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
σιαλόρροια — η, Ν ιατρ. παθολογική υπερέκκριση σάλιου, που μπορεί να παρατηρηθεί σε παθήσεις γειτονικών με τους σιαλογόνους αδένες οργάνων, σε παθήσεις τού οισοφάγου, σε ορισμένες δηλητηριάσεις, σε ορισμένες νευρικές βλάβες, στη διάρκεια τής εγκυμοσύνης ή και … Dictionary of Greek
σύνδρομο — (Ιατρ.). Το σύνολο των συμπτωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποια νοσηρή κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί κλασική ασθένεια. Γνωστό είναι το σ. του Μπρισό Σι κάρ (προσωπικός ημισπασμός με κινητικές διαταραχές των αντίστοιχων μελών). * * * το, Ν 1.… … Dictionary of Greek